Εμείς & τα Νέα μας


Ολοκαύτωμα Μαραθούσας



Έργα και ημέρες του Φριτς Σούμπερτ


Τι γνωρίζουμε για τον εκτελεστή Σούμπερτ και την τύχη του.


            Ο Φριτς Σούμπερτ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες  πολέµου, ο οποίος έδρασε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής διαπράττοντας δολοφονίες, βασανισμούς, λεηλασίες και απαγωγές  στην Κρήτη αρχικά και στη Μακεδονία στην συνέχεια. Το όνομα του έγινε συνώνυμο του απόλυτου Κακού και οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του και συμμετείχαν στις ομάδες του θεωρήθηκαν η απόλυτη κατάντια για Έλληνα. Ως και σήμερα σε περιοχές της Κρήτης ο χαρακτηρισμός «σουμπερίτης» είναι βρισιά συνώνυμη µε την προδοσία και τη βαναυσότητα.
 
Ο Σούμπερτ κατά μία εκδοχή γεννήθηκε στη Σμύρνη από Έλληνα πατέρα, τον Σπυρίδωνα Κωνσταντινίδη, και μητέρα Τουρκάλα και βαφτίσθηκε Πέτρος. Ο πατέρας του «δεν ήταν καλό πράμα» και κακομεταχειριζόταν τη μητέρα του, η οποία τον εγκατέλειψε, παίρνοντας τον Πέτρο μαζί της. Αυτή επανατούρκεψε και φανάτισε το γιο της να μισεί οτιδήποτε ελληνικό. Ο Πέτρος νέος κατατάχθηκε στο τουρκικό στρατό και πολέμησε με τον Κεμάλ εναντίον των Ελλήνων στο Σαγγάριο ποταμό. Στη μάχη διέπρεψε και του απονεμήθηκε παράσημο σε σχήμα ημισελήνου για το οποίο ήταν πολύ υπερήφανος.
Στη δεκαετία του 1930 μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου ζήτησε αλλαγή ονόματος, επιλέγοντας το ευκολοπρόφερτο Φριτς Σούμπερτ.
 
            Το 1941, εμφανίσθηκε με τα κατοχικά στρατεύματα στο Ρέθυμνο ως δεκανέας ή απλός στρατιώτης. Στην πόλη αυτή ο Σούμπερτ πήγαινε σε παλιούς μαχαλάδες κοντά στη βενε-τσιάνικη Φορτέτσα για να μιλήσει τούρκικα με ηλικιωμένους Μικρασιάτες. Οι ντόπιοι του έδωσαν το παρατσούκλι ο "Τούρκος".  
Ο Σούμπερτ παρέμεινε στην Κρήτη από τον Αύγουστο του 1941 ως τον Ιανουάριο του 1944. Eμπλέκεται στην εκτέλεση άνω των 200 ατόμων και σε αναρίθμητους  βασανισμούς σε δεκάδες χωριά
Στα μέσα του επόμενου χρόνου και όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας τοποθετήθηκε επικεφαλής ομάδας Γερμανών και Ελλήνων, της οποίας η βάση ήταν στο χωριό Αυγενική (του Ηρακλείου) και από όπου προέ-βαιναν σε εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή.
Τα εγκλήματα του Σούμπερτ και της ομάδας του προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του  Ηρακλείου με αποτέλεσμα ο φρούραρχος, στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μίλερ να διατάξει τη σύλληψη του.
Οι μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν μιλούν για αδίστακτο άνθρωπο με τερατώδη ένστικτα, όπως η  μαρτυρία του Κωνσταντίνου  Ι. Μπαντουβά, δικηγόρου, πως το 1941 συνελήφθη από τον ναζιστή Σούμπερτ και οδηγήθηκε στον τόπο των εκτελέσεων της Αυγενικής  Ηρακλείου για να εκβιασθεί ο πατέ-ρας του, εκ των αρχηγών της Εθνικής Αντίστασης στην Κύπρο, ο οποίος τελικά τον απήγαγε με ομάδα ανταρτών.
Τελικά όμως ο Σούμπερτ όχι μόνο αποφυλακίστηκε το φθινόπωρο του 1943, πιθανόν με παρέμβαση του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Μπρούνο  Μπρόιερ, και ενώ είχε παραμείνει στη φυλακή μόλις ένα μήνα, αλλά και προήχθη από τον Μπρόιερ σε επιλοχία.
Ο τελευταίος μάλιστα όταν ο πρωτοσύγκελος  Ψαλιδάκης διαμαρτυρήθηκε για την αποφυλάκιση του Σούμπερτ δήλωσε ενθουσιασμένος με το έργο του χαρακτηρίζοντας τον Γερμανό υπαξιωματικό ως έναν από τους καλύτερους του γερμανικού στρατού και δηλώνοντας ότι ήταν απαραίτητος για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων.
Την ίδια περίοδο με εντολή του Μπρόιερ ο Φριτς Σούμπερτ συγκρότησε την Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ
 (Jagdkommando Schubert), η, Ε.Α.Κ.Κ. (Εθνικό Απόσπασμα Καθαρίσεως Κομμουνιστών),ένα ειδικό στρατιωτικό σώμα για την καταδίωξη ανταρτών. Στην ομάδα αυτή συμμετείχαν γύρω στα 100 άτομα πολλά από τα οποία ήταν κατάδι-κοι (πολλοί και για βαριά εγκλήματα-ανθρωποκτονίες κ.λ.π.) που αποφυλακίστηκαν ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή τους στην ομάδα του Σούμπερτ. Οι άνδρες αυτοί αποκλήθηκαν από τους Κρητικούς "Σουμπερίτες".
Μέχρι τις αρχές του 1944 η Καταδιωκτική Ομάδα Σούμπερτ προέβει στην εκτέλεση περισσότερων από 200 ανθρώπων σε διάφορα χωριά της Κρήτης: στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Μουρί κ.α. Την Πρωτοχρονιά του 1944 μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ που βρισκόταν στο χωριό Μεσκλά δέχθηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του Σούμπερτ. Στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε οχτώ μέλη της ομάδας του Σούμπερτ σκοτώθηκαν.
Στη συνέχεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert και ο Σούμπερτ με διαταγή του Μπρόιερ συνελήφθη, κρατήθηκε και χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και στις 11 Ιανουαρίου του 1944 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν έφτασε στον Πειραιά κλείστηκε αρχικά στο ψυχιατρείο. Πάντως μαζί με το Σούμπερτ φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα από την Κρήτη και ορισμένοι από τους άντρες του, γύρω στα 35 άτομα, οι οποίο τελικά, μαζί και με άλλους που στρατολογήθηκαν στην πρωτεύουσα, στάλθηκαν μαζί με το Σούμπερτ στα τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου στην Μακεδονία.
Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο Σούμπερτ έφτασε με την ομάδα του, που πλέον απαριθμούσε γύρω στα 50 άτομα, στα Γιαννιτσά. Από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκε στα Γιαννιτσά ο Σούμπερτ προχώρησε στη σύλληψη πολιτών τους οποίους διέταξε να τους φυλακίσουν στα υπόγεια του κτιρίου όπου διέμενε και οι οποίοι στη διάρκεια του εγκλεισμού τους υπέστησαν ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια.
Μέχρι τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς που ο Σούμπερτ έφυγε από τα Γιαννιτσά η ομάδα του προέβει σε εκτελέσεις, συλλήψεις και βασανιστήρια κατοίκων όχι μόνο των Γιαννιτσών αλλά και διάφορων χωριών της περιοχής όπως στο Σανδάλι, στο Ελευθεροχώρι (όπου εκτέλεσαν 14 άτομα μεταξύ των οποίων μια έγκυο) κ.α.   Τα εγκλήματα του Σούμπερτ οδήγησαν τη δημοτική αρχή των Γιαννιτσών να ζητήσει από τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση την απομάκρυνση του Γερμανού υπαξιωματικού κάτι που έγινε εφικτό τον Απρίλιο του 1944.
Στις 18 Ιουνίου η ομάδα του Σούμπερτ επιτέθηκε στην Μαραθούσα, ένα χωριό νότια της Νέας Απολλωνίας. Δολοφόνησαν γύρω στους δέκα κατοίκους και λεηλάτησαν και έκαψαν τουλάχιστον 100 σπίτια του χωριού.
Στις 25 Ιουλίου ο Σούμπερτ και η ομάδα του ξεκίνησαν από την Νέα Απολλωνία για τη Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχουν μαζί με γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή Ασβεστοχωρίου-Χορτιάτη, όπου στις 12 Ιουλίου αντάρτες είχαν σκοτώσει δύο στρατιώτες της γερμανικής φρουράς και τραυματίσει άλλους δύο.
Δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν πληροφορηθεί για την μετακίνηση του Σούμπερτ προς τη Θεσσαλονίκη, του έστησαν ενέδρα κοντά στο χωριό Περιστερώνας, σε ένα σημείο όπου τα υψώματα φτάνουν μέχρι το δρόμο Θεσσαλονίκης-Καβάλας όμως η ενέδρα προδόθηκε, οι αντάρτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο Σούμπερτ κατάφερε να φτάσει στο Ασβεστοχώρι.
Εκεί, αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους στην πλατεία, τους χώρισαν σε τρεις ομάδες (μια ομάδα οι γυναίκες με τα παιδιά κάτω των 10 ετών, μια δεύτερη οι έφηβοι και μια τρίτη οι ενήλικοι άνδρες), διάλεξαν ορισμένους από αυτούς που τους βασάνισαν σε γειτονικό κτίριο και προέβησαν τουλάχιστον τρεις φορές σε εικονικές εκτελέσεις των υπολοίπων. Στο τέλος εκτέλεσαν 16 ανθρώπους (9 υπαλλήλους του Σανατορίου, 3 ασθενείς και και 4 κατοίκους του χωριού). Επιστρέφοντας στη βάση του ο Σούμπερτ διέταξε τη σύλληψη και το βασανισμό δέκα τουλάχιστον ανδρών από το χωριό προκειμένου να μαρτυρήσουν τους συνδέσμους των ανταρτών αλλά διέταξε και την εκτέλεση κάποιων ανδρών του θεωρώντας τους υπεύθυνους για το γεγονός ότι πληροφορίες για τις κινήσεις του γινόταν γνωστές μέσω κάποιων γυναικών στους αντάρτες. Από τα μέσα Αυγούστου η έδρα του τάγματος του Σούμπερτ μεταφέρθηκε στο Ασβεστοχώρι.
Στις 19 Αυγούστου ήταν η σειρά των Νέων Μαλγάρων να γνωρίσουν τη θηριωδία του Σούμπερτ. Πέντε άνθρωποι εκτελέστηκαν εκεί και άλλοι υπέστησαν βασανιστήρια. Στο χωριό Γοργόπη εκτελέστηκαν 12 κάτοικοι και στην Κάρπη λεηλατήθηκαν και κάηκαν περισσότερα από 100 σπίτια.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Σούμπερτ, με αφορμή επίθεση ανταρτών αρχικά κατά υπαλλήλων του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια κατά Γερμανών στρατιωτών που έσπευσαν στην περιοχή, εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης και δολοφόνησαν 146 κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (14 Σεπτεμβρίου 1944) στα Γιαννιτσά, σε συνεργασία με άντρες του σώματος του Γεωργίου Πούλου, σκό-τωσαν με απίστευτη αγριότητα περίπου 100 κατοίκους.
            Προς τα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ με μερικούς από τους άνδρες του ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Τρεις μήνες αργότερα κατέφυγε στο Σβατς που παραδόθηκε στους Αμερικανούς στις 4 Μαΐου. Εκεί ο Σούμπερτ παρουσιάστηκε στους Αμερικανούς στρατιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1945 "επαναπατρίστηκε" στην Ελλάδα, με πλαστό διαβατήριο. Στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, αναγνωρίστηκε από έναν αξιωματικό της ασφάλειας και συνελήφθηκε.
Στις 28 Ιουλίου του 1947 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Στη δίκη, οι πάνω από 700 μάρτυρες κατηγορίας έκαναν τις εφημερίδες να γράψουν περί “αιμοβόρου τέρατος, του οποίου το όνομα θα πολιτογραφηθεί εις τα λεξιλόγια ως συνώνυμο των εγκλημάτων πολέμου”.
Μέρος του κατηγορητηρίου είχε ως εξής: «...διότι ενήργησεν άνευ λόγου στρατιωτικής ανάγκης τας πράξεις ταύτας, αίτινες δεν εξυπηρέτουν πολεμικούς σκοπούς, ως είναι ειδικώτερον αι εκτελέσεις αθώων πολιτών και δη γερόντων, γυναικών και παίδων και [...] εκ προμελέτης απεφάσισε και εσκεμμένως εξετέλεσεν ανθρωποκτονίας κατά των κάτοθι αναφερομένων Ελλήνων». Στη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες περιέγραψαν τα εγκλήματα του Σούμπερτ, ένας δε μάρτυρας από τα Γιαννιτσά δήλωσε στην κατάθεσή του: «Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα».
Ο Σούμπερτ δήλωσε αθώος, αρνήθηκε να απολογηθεί και ζήτησε να καλέσει από τη Γερμανία δικηγόρους και μάρτυρες υποστηρίζοντας ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν παρέχονταν εγγυήσεις για την απονομή δικαιοσύνης σε αυτόν.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι του ήταν δύσκολο να συνεννοηθεί με τους Έλληνες συνηγόρους του λόγω της γλώσσας. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και τον κάλεσε ξανά να απολογηθεί όμως εκείνος αρνήθηκε και πάλι και δήλωσε ότι θα έκανε αίτηση χάριτος προς το βασιλιά. Τελικά στις 5 Αυγούστου το δικαστήριο τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε 27 φορές σε θάνατο, δεκαέξι φορές για τα εγκλήματα στην Κρήτη και εννιά για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι τα τελευταία ήταν περισσότερα.
Η απόφαση αυτή όμως δεν αφορά το σύνολο των εγκλημάτων καθώς ο Σούμπερτ στη δίκη αυτή δεν δικάστηκε για το σύνολο των εγκλημάτων του. Στην απόφαση αυτή δεν αναφέρεται καθόλου το ελληνικό ονοματεπώνυμο.
Την 1η Οκτωβρίου ο Σούμπερτ μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη για να δικαστεί για αλλά εγκλήματα που είχε τελέσει στην Μακεδονία.

Οκτώ ημέρες αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσίλογων στη Θεσσαλονίκη, μαζί με 9 μέλη της ομάδας του ενώ άλλα 49 επρόκειτο να δικαστούν ερήμην. Τελικά το δικαστήριο δέχτηκε την ένσταση αναρμοδιότητας που κατέθεσαν οι συνήγοροί του επειδή ο Σούμπερτ ήταν Γερμανός πολίτης και ότι μόνο αρμόδιο ήταν το Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Επταπυργίου. Μέχρι τις τελευταίες του ώρες περίμενε κάποιον να τον σώσει από τον θάνατο. Υπέβαλλε και αίτηση χάριτος, η οποία βέβαια  απορρίφτηκε. Όταν έχασε κάθε ελπίδα ότι θα γλυτώσει, έγραψε γράμμα από τις φυλακές Θεσσαλονίκης που κρατείτο, προς την κόρη του και της ζήτησε να εκδικηθεί για τον “άδικο θάνατό του”.
Εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947, στο Χορτιάτη και στο σημείο όπου το 1943 είχε θανατώσει δια της πυράς 100 γυναικόπαιδα.
Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι ο Φριτς Σούμπερτ ήταν Γερμανός και γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1897 στο Ντόρτμουντ. Ήταν παντρεμένος και η σύζυγός του το 1950 απευθύνθηκε στις γερμανικές αρχές για να μάθει τι απέγινε ο άντρας της. Το ζευγάρι είχε δυο παιδιά.

Ο Σούμπερτ εγγράφηκε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) το 1934 με αριθμό μητρώου 3397778. Επίσης στα γερμανικά αρχεία της Βέρμαχτ βρέθηκε το στρατιωτικό του μητρώο σχετικά με την υπηρεσία του στην Ελλάδα. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι ήταν μέλος της Γκεστάπο.

Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα

Θανάσης Σ. Φωτίου

" Η ναζιστική Τρομοκρατία στην Ελλάδα" - Εκδόσεις: Επίκεντρο.

Ο Θανάσης Φωτίου αποπειράται με τη παρούσα μελέτη, η πρώτη για το θέμα, την αποδόμηση του μύθου στηριζόμενος σε στέρεο πραγματολογικό υλικό, προϊόν πολύχρονης έρευνας που συνίσταται τόσο σε γραπτές όσο και σε προφορικές πηγές. Κυρίως, όμως, επιχειρεί στο μέτρο του δυνατού την ένταξη του Γερμανού επιλοχία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της τραγικής εκείνης περιόδου και την αποκάλυψη αγνώστων μικρών και μεγάλων γεγονότων που αφορούν το βίο και τη δράση του αιμοβόρου Επιλοχία και των στυγνών συνεργατών του. Τέλος, ο συγγραφέας κατορθώνει μια πρώτη ερμηνεία θέτοντας έτσι ένα ακόμη πετραδάκι στο παζλ της κατανόησης μιας εποχής που καθόρισε όχι μόνο τις δυο ελληνικές περιφέρειες στις οποίες ο Σούμπερτ πρωταγωνίστησε, αλλά και την Ελλάδα ολόκληρη.

"Εφονεύθησαν ή εβασανίσθησαν κατά τον αγριώτερον τρόπον πλείστα άτομα, εληστεύθησαν δε και εκάησαν πλείσται οικίαι. Γενικώς η μετάβασις του σώματος τούτου [Σούμπερτ] εις τους τόπους της δράσεώς του ομοίαζεν προς αγρίαν λαίλαπα, συνώδευεν δε ταύτην πάντοτε αφθονία δακρύων, πόνου και αίματος". Έτσι συνοψίζει ο Ειδικός Αντεπίτροπος στην έκθεσή του τον Απρίλιο 1947 την ωμή τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει στην Κρήτη, στη Μακεδονία και στη Μαραθούσα κατά την Κατοχή ο ελληνομαθής λεβαντίνος Φριτς Σούμπερτ, διοικητής του διαβόητου ελληνικού "Σώματος Κυνηγών". Θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες πολέμου, καταδικάσθηκε 27 φορές σε θάνατο και εκτελέσθηκε στην Θεσσαλονίκη.

Κοσμοπολίτης, πολύγλωσσος, βίαιος, σαδιστής, διπλωμάτης και δολοπλόκος -μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιδιόρρυθμης προσωπικότητάς του- ο επιλοχίας Σούμπερτ συνιστά μια πρωτοφανή και ίσως μοναδική περίπτωση στα χρονικά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατ' αρχάς, ξεκινά πρώιμα (Ιούνιος 1942) την τρομοκρατική του δράση στο νησί επικεφαλής ομάδας Κρητικών προαναγγέλλοντας την ίδρυση αργότερα των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας. Στη συνέχεια, με διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης καθίσταται πανίσχυρος διοικητής γερμανοντυμένου εγκληματικού σώματος Ελλήνων με το οποίο μετέρχεται ωμή βία εναντίον πολιτών στην Κρήτη, στη Μακεδονία και στη Μαραθούσα για να επιβάλει τη Νέα γερμανική Τάξη.